- σιτιστής
- ο воен, интендант роты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιτιστής — ο, ΝΜ [σιτίζω] νεοελλ. στρ. στρατιωτικός, σήμερα υπαξιωματικός, συνήθως λοχίας τού λόχου, στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείρηση τών ειδών διατροφής, ένδυσης και υπόδησης τής αντίστοιχης μονάδας μσν. ο σιτευτής* … Dictionary of Greek
σιτιστής — ο 1. προμηθευτής τροφίμων. 2. λοχίας που ασχολείται με τη μισθοδοσία και διατροφή των στρατιωτών του λόχου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιτιστῶν — σιτιστής fartor masc gen pl σῑτιστῶν , σιτιστός fem gen pl σῑτιστῶν , σιτιστός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτιστά — σιτιστά̱ , σιτιστής fartor masc nom/voc/acc dual σιτιστής fartor masc voc sg σιτιστής fartor masc nom sg (epic) σῑτιστά , σιτιστός neut nom/voc/acc pl σῑτιστά̱ , σιτιστός fem nom/voc/acc dual σῑτιστά̱ , σιτιστός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτιστάς — σιτιστά̱ς , σιτιστής fartor masc acc pl σιτιστά̱ς , σιτιστής fartor masc nom sg (epic doric aeolic) σῑτιστά̱ς , σιτιστός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)